- άστροφος
- η , ο [ος , ον ]1) не имеющий поворотов, прямой (о дороге); 2) см. άστριφτος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἄστροφος — without turning round masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστροφος — η, ο (Α ἄστροφος, ον) αυτός που δεν έχει στροφή ή στροφές, ο ίσιος νεοελλ. αυτός που δεν έχει στριφτεί αρχ. 1. αυτός που δεν στριφογυρίζει, ο σταθερός, ο ακίνητος 2. εκείνος που δεν στρέφει το κεφάλι του προς τα πίσω, που δεν γυρίζει να κοιτάξει… … Dictionary of Greek
ἄστροφον — ἄστροφος without turning round masc/fem acc sg ἄστροφος without turning round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρόφοις — ἄστροφος without turning round masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρόφοισιν — ἄστροφος without turning round masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστροφα — ἄστροφος without turning round neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
астрофичность стиха — АСТРОФИ´ЧНОСТЬ СТИХА´ (от греч. ἄστροφος бесстрофный) свободное расположение в поэме, написанной метрическим стихом (или в длинном метрическом стихотворении), рифмованных строк, без соблюдения строфического единства в стихах. Астрофичны, например … Поэтический словарь